-
1 ἄ-δυτος
ἄ-δυτος, nicht zu betreten, ϑησαυρός Pind. Ol. 11, 4; κτέανα Eur. Andr. 1033; bes. von heiligen Orten, dah. τὸ ἄδυτον das innerste Heiligthum des Tempels, Hom. zweimal, Il. 5, 448. 512; Pind. OI. 7, 32; Eur. Iph. T. 1257 ϑέσφατα; τῆς ϑεοῦ Her. 5, 72 u. öfter; übtr. τῆς βίβλου Plat. Theaet. 162 a; auch ὁ ἄδυτος H. h. Merc. 247. – In Aegypten sind ἄδυτα unterirdische Gemächer im Innersten des Tempels; εἰς τὰ ἄδ. κατελϑεῖν Luc. Gall. 18; D. L. 8, 3.
-
2 ὑπο-τίθημι
ὑπο-τίθημι (s. τίϑημι), 1) untersetzen, -stellen, -legen, τί τινι, Xen. Hell. 4, 1,13; βάσεις Plat. Tim. 92 a; auch ὑποχειρίους τοῖς ἐχϑροῖς ὑπέϑεσαν τὰς αὑτῶν πατρίδας Polit. 308 a; dah. zu Grunde legen, zur Grundlage machen, Xen. Cyr. 7, 5,12; als Grundsatz annehmen, feststellen, Plat. Charm. 160 d u. öfter. Auch Etwas zur Behandlung vornehmen, vorsetzen, ὑποτεϑεὶς σκοπός Arist. Nicom. eth. 6, 12, 9; ἔμοιγε οὐ φαινόμεϑα ἐκτὸς πορεύεσϑαι τῶν ὑποτεϑέντων λόγων Plat. Legg. VII, 812 a; – versetzen, verpfänden; οὐσίαν Isocr. 21, 2; ὑποϑεὶς οἰκίαν Dem. 28, 17; ὑπέϑεσαν αὑτῷ τοῦ ταλάντου τὰς δημοσίας προςόδους Aesch. 3, 104; – τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποϑείς, auf eigene Gefahr, Dem. 19, 252. – 2) hinstellen; ἐλπίδα ὑποϑεῖναι, Hoffnung machen, erregen, Eur. Or. 1184; ἡ εὐπραγία αὐτοῖς ὑποτιϑεῖσα ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Thuc. 4, 65; vgl. Xen. Hell. 4, 8,28; Dem. 23, 58. – Häufiger im med.: – a) Einem Etwas unterlegen, wie wir sagen unter die Hand oder unter den Fuß geben, eingeben, anrathen, ὑποϑέσϑαι τινὶ βουλήν, Il. 8, 36. 467; ἔπος, ἔργον ὑποϑέσϑαι τινί, Einem eine Rede od. Handlung angeben, ihn dazu rathen, Od. 4, 163 Il. 11, 788; δόλον ὑπεϑήκατο, sie gab eine List an, Hes. Th. 175; oft bei Her., 1, 156. 5, 92. 6, 98. 7, 237 u. sonst; auch gradezu Einem anbefehlen, 4, 135. – Ohne accus., ὑπο ϑέσϑαι τινί, Einem rathen, Od. 2, 194. 5, 143; πυκινῶς ὑποϑέσϑαι τινί, Einem klüglich rathen, Od. 1, 179 Il. 21, 293; ἀλλά μοι εὖ ὑπόϑευ Od. 15, 310; Ar. Av. 1362 Eccl. 1154; vgl. Her. 1, 90; Plat. Charm. 155 d; – überh. ermahnen, belehren, Pol. 1, 22, 3, u. öfter bei Sp. – b) sich Etwas zum Gegenstande der Behandlung machen, vorsetzen, ὑπέϑετο δεινότατον πρᾶγμα Andoc. 1, 38; ἐντεῦϑεν ὑποτιϑέμενος ἠρξάμην Isocr. 3, 14; ὥςπερ ὑπεϑέμην ἀρχόμενος τοῠ λόγου Aesch. 1, 37; oft bei Plat., z. B. ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑποτιϑέμεϑα Charm. 171 d; auch = annehmen; und ὑποτίϑεσϑαί τινι ἐνύπνιον, Einem einen Traum vorlegen, um ihn sich deuten zu lassen, Her. 1, 107. 108, wo setzt ὑπερτίϑεσϑαι gelesen wird; ὑποϑησόμεϑα ταύτην ἀρχὴν τῆς βίβλου, τὴν πρώτην διάβασιν, wir werden damit den Anfang machen, Pol. 1, 5,1, vgl. 3, 1,1. – c) vom Gläubiger, als Pfand annehmen, daher auf Pfand leihen, Dem. 50, 55; s. Lob. Phryn. 468.
-
3 ὑποτίθημι
ὑπο-τίθημι, (1) untersetzen, -stellen, - legen; dah. zu Grunde legen, zur Grundlage machen; als Grundsatz annehmen, feststellen. Auch etwas zur Behandlung vornehmen, vorsetzen; versetzen, verpfänden; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποϑείς, auf eigene Gefahr; (2) hinstellen; ἐλπίδα ὑποϑεῖναι, Hoffnung machen, erregen. Häufiger im med., (a) einem etwas unterlegen, wie wir sagen unter die Hand oder unter den Fuß geben, eingeben, anraten; ἔπος, ἔργον ὑποϑέσϑαι τινί, einem eine Rede od. Handlung angeben, ihn dazu raten; δόλον ὑπεϑήκατο, sie gab eine List an; auch gradezu einem anbefehlen. Ohne accus., ὑποϑέσϑαι τινί, einem raten; πυκινῶς ὑποϑέσϑαι τινί, einem klüglich raten; überh. ermahnen, belehren; (b) sich etwas zum Gegenstande der Behandlung machen, vorsetzen; auch = annehmen; und ὑποτίϑεσϑαί τινι ἐνύπνιον, einem einen Traum vorlegen, um ihn sich deuten zu lassen; ὑποϑησόμεϑα ταύτην ἀρχὴν τῆς βίβλου, τὴν πρώτην διάβασιν, wir werden damit den Anfang machen; (c) vom Gläubiger, als Pfand annehmen, daher auf Pfand leihen
См. также в других словарях:
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek
αφρικάανς — Γλώσσα των Μπόερς της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, που αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα το 1925 μαζί με την αγγλική και σήμερα τη μιλά κάτι περισσότερο από το μισό του πληθυσμού. Όταν τον 17ο αι. άποικοι, κυρίως Ολλανδοί, άρχισαν να μεταναστεύουν … Dictionary of Greek
Γουάικλιφ, Τζον — (John Wycliffe, Γουάικλιφ, Ρίτσμοντ 1325; – Λιούτεργουερθ 1384). Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Υπήρξε η πρώτη φωνή που υψώθηκε στην Ευρώπη διακηρύσσοντας την πολιτική και θρησκευτική ελευθερία, την ίδρυση μιας εθνικής Εκκλησίας και κοινωνικές… … Dictionary of Greek
βιβλιστής — ο 1. μελετητής και ερμηνευτής της Βίβλου 2. αυτός που συντελεί στην πλατιά διάδοση της μελέτης της Βίβλου … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek